χρυσοφορώ

χρυσοφορώ
(ε), χρυσοφοράω 1. αμετ. быть одетым в золото, в расшитую золотом одежду;
2. μετ. одевать в золото, в расшитую золотом одежду

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χρυσοφορώ" в других словарях:

  • χρυσοφορώ — χρυσοφορῶ, έω, ΝΜΑ [χρυσοφόρος] φορώ χρυσά κοσμήματα ή χρυσοποίκιλτη στολή (α. «νύφη χρυσοφορεμένη» β. «ἐν πολέμῳ, ἔνθα σιδηροφορεῑν μᾱλλον ἢ χρυσοφορεῑν ἄμεινον ἦν», Λουκιαν. γ. «μηδὲ τὰς γυναῑκάς σφι χρυσοφορήσειν», Ηρόδ.) μσν. μεταφέρω χρυσό… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοφορώ — και χρυσοφοράω χρυσοφόρεσα, χρυσοφορεμένος 1. είμαι ντυμένος με χρυσά φορέματα. 2. ντύνω κάποιον με χρυσά φορέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοφορῶ — χρῡσοφορῶ , χρυσοφορέω wear golden ornaments pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρῡσοφορῶ , χρυσοφορέω wear golden ornaments pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοφόρῳ — χρῡσοφόρῳ , χρυσοφόρος wearing gold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοφοραίνω — Ν χρυσοφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού χρυσοφορώ, κατά τα ρ. σε αίνω] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοφορητός — και χρυσοφυρητός, ή, όν, Μ [χρυσοφορῶ] χρυσοποίκιλτος, επιχρυσωμένος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»